- επιβραδυντικός
- η , ό[ν]1) замедляющий; тормозящий; 2) задерживающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιβραδυντικός — ή, ό αυτός που προκαλεί επιβράδυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιβραδύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] … Dictionary of Greek
επιβραδυντικός — ή, ό που προκαλεί επιβράδυνση ή συντελεί σ αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)